ἀπομειλίσσομαι

ἀπομειλίσσομαι
ἀπομειλίσσομαι, [dialect] Att. [suff] ἀπό-ττομαι,
A appease, allay,

θεοῦ μῆνιν D.H. 1.38

;

πεῖναν Ph.2.477

;

τινά J.AJ19.9.2

;

θεούς Porph.Marc.2

.
II expiate,

τὰς τῶν πολλῶν ἁμαρτίας Id.Abst.4.5

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απομειλίσσομαι — ἀπομειλίσσομαι (Α) καταπραΰνω, καθησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • ἀπομειλισσομένους — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλισσομένῳ — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλισσόμεναι — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλισσόμενοι — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλισσόμενος — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλιττομένους — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλιττόμενος — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλίξασθαι — ἀπομειλίσσομαι appease aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλίσσεσθαι — ἀπομειλίσσομαι appease pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομειλίσσεται — ἀπομειλίσσομαι appease pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”